ἐξήμεσε

ἐξήμεσε
ἐξεμέω
vomit forth
aor ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εξεμώ — (AM ἐξεμῶ, έω) αποβάλλω κάτι με εμετό, ξερνώ κάτι (για τη Χάρυβδι, «ὄφρ εξεμέσειεν ὀπίσσω ἱστόν καὶ τρόπιν αὖτις», Ομ. Οδ.) μσν. νεοελλ. εκστομίζω ανεξέλεγκτα και αποκρουστικά («εξήμεσε ύβρεις») μσν. αποβάλλω με βδελυγμία («ἐξήμεσας τὸν ἰὸν τῆς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”